- δίεισιν
- δίειμιgo to and fropres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίειμι — (Α) [είμι] 1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί 2. περνώ μέσα από κάτι, διέρχομαι 3. διαφεύγω 4. παρέρχομαι, περνώ («ἡμέρα χειμέριος δίεισιν», Θεόφραστος) 5. (για φήμη) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι 6. διέρχομαι, διασχίζω («ἅπαντα γὰρ δίειμί σοι τὸν ἀέρα»,… … Dictionary of Greek